- αποκορυφώνομαι
- (Α ἀποκορυφῶ, -όω, -οῡμαι, -όομαι)φθάνω στο αποκορύφωμα, στο ανώτατο σημείοαρχ.Ι. (-ώ)1. σχηματίζω κορυφή2. απαντώ περιληπτικάII. (-ούμαι)απολήγω σε κορυφή, έχω μυτερή απόληξη ή άκρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκορυφώνομαι — αποκορυφώνομαι, αποκορυφώθηκα, αποκορυφωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής